- οινοπνευματοποιία
- ηβιομηχανία παραγωγής οινοπνεύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… … Dictionary of Greek
αλκοολοποιία — η παραγωγή αλκοόλ, οινοπνευματοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλη + ποιία (< ποιός < ποιώ)] … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek
σακχαροποιητής — ο, Ν (βιοχ. τεχνολ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στην ζυθοποιία και στην οινοπνευματοποιία για τον μετασχηματισμό τού αμύλου τών σπόρων τού κριθαριού ή τού καλαμποκιού σε ζυμώσιμα σάκχαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
Εστρεμαδούρα — (Extremadura). Διοικητική περιφέρεια (41.634 τ. χλμ., 1.058.503 κάτ. το 2001) της δυτικής Ισπανίας, που περιλαμβάνει τις επαρχίες Μπανταχόθ (21.766 τ. χλμ., 654.882 κάτ. το 2001) και Κάθερες (19.868 τ. χλμ., 403.621 κάτ. το 2001), με πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
εχινοχλόη — (Εchinochloa frumentacea). Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών. Ονομάζεται επίσης ιαπωνικό κεχρί. Πρόκειται για διάφορα είδη μονοετών θάμνων, που χαρακτηρίζονται από βλαστούς με άφθονα φύλλα και ύψος περίπου 2 μ. Τα φύλλα τους είναι μακριά,… … Dictionary of Greek